περίκλασιν

περίκλασιν
περίκλασις
twisting round
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παλιμβορέας — παλιμβορέας, ὁ (Α) άνεμος που πνέει αντίθετα προς τον επικρατούντα βόρειο άνεμο («καὶ ὑπ αὐτοὺς τοὺς ἐτησίας ἀντίπνοιαι γίνονται τῷ βορέᾳ διὰ τὴν περίκλασιν... οὕς δὴ καλοῡσι παλιμβορέας», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + βορέας] …   Dictionary of Greek

  • περίκλασις — άσεως, ἡ, ΜΑ [περικλώ] κυκλική κάμψη, συστροφή αρχ. 1. κάμψη, λύγισμα 2. (για στρατό) περιστροφή σε σχήμα τόξου 3. κυκλική, πλήρης ανάκλαση («λάμπειν μὲν ἀντερείσει καὶ περικλάσει τοῡ αἰθέρος», Λυσ.) 4. (για άνεμο) αλλαγή διεύθυνσης, πορείας 5.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”